Η υφέρπουσα κοινωνική κρίση αποτυπωμένη σε ήχους και στίχους



Το τραγούδι, η μουσική σύνθεση δηλαδή συνοδευόμενη από στίχους που μελωδικά απαγγέλλει η φωνή, αποτελεί μία από τις αρχέγονες μορφές τέχνης, άρα και έκφρασης του ανθρώπου. Μπορεί και περιγράφει με μοναδικό τρόπο σκέψεις, συναισθήματα και καταστάσεις, ταξιδεύοντας τον ακροατή άμεσα κι έμμεσα στον κόσμο που πλάθει ο δημιουργός αλλά ακόμα κι o ακροατής, υιοθετώντας και προσομοιάζοντας σε υποκειμενικές καταστάσεις.
Η πορεία του στους αιώνες είναι αδύνατον να αποτυπωθεί κι ασφαλώς το άρθρο αυτό δε σκοπεύει σε μια τέτοια αδύνατη καταγραφή. Σκοπός αυτής της συγγραφής είναι η αναφορά κάποιων ενδεικτικών στοιχείων της κατάστασης που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία κι αυτής που σήμερα επικρατεί και αποτυπώνεται σε αυτό που ονομάζουμε ελληνικό τραγούδι ή ενός σημαντικού του μέρους.
Το τραγούδι όντας ένας ζωντανός οργανισμός, δημιουργείται, ζει και χάνεται μέσα στην εκάστοτε ανθρώπινη κοινωνία προσαρμοζόμενο στην εποχή. Αφήνει ένα σημαντικό αποτύπωμα σε αυτήν και το αντίστροφο. Ο δημιουργός, στην πλειοψηφία του, εμπνέει και εμπνέεται από τον τόπο, το χρόνο, τα βιώματά του, την ψυχοσυναισθηματική του κατάσταση, την κοινωνική κατάσταση, τις αξίες, τα ήθη, τα έθιμα, αφουγκράζεται το “συναίσθημα”, τον παλμό και την ανάγκη του κόσμου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω καταθέτω από το μέσο μου την ανησυχία για όλα αυτά που περιγράφονται από σημαντικό μέρος των αυτοαποκαλούμενων τραγουδιών σήμερα. Όχι αυτών που ακούγονται στα τσιφτετελάδικα, στα πάλκα, στις μουσικές σκηνές, στις πίστες αλλά σε αυτά που προβάλλονται από τα σύγχρονα μέσα και που η πλειοψηφία της νεολαίας μας γίνεται δέκτης και φαίνεται πως εκφράζεται από αυτά. Εκτιμώ πως δεν είναι μόνο η “αμερικανοποίηση”, η μίμηση δηλαδή προτύπων από τη δύση που συνηθίζαμε να παρατηρούμε στο παρελθόν. Εκτιμώ πως πλέον μπορούμε να ομιλούμε για κάτι που έχει ρίζες στην κοινωνία μας.
Ήχοι άσχημοι, έντονοι, επίμονοι, επαναλαμβανόμενοι, μονότονοι, φτωχοί. Ήχοι που δε σε ταξιδεύουν, δε σου εξάπτουν τη φαντασία, ήχοι που σε περιορίζουν, που προκαλούν ένταση και νευρικότητα. Ήχοι που δημιουργούνται από μηχανές κι όχι από όργανα, μοτίβα αντιγραφή-επικόλληση που δηλώνουν έλλειψη φαντασίας, γνώσης αλλά και μουσικής γνώσης. Μια τακτική ταχυφαγείου.
Λόγια γρήγορα, φτωχά, συχνά ακαταλαβίστικα, ασύνδετα, ανούσια, ανομοιοκατάληκτα, χωρίς τη στοιχειώδη ευγένεια που απαιτεί η τέχνη, υβριστικά και προσβλητικά. Λόγια που καταγγέλλουν, λόγια που προκαλούν. Λόγια που συνθλίβουν την προαπαιτούμενη ταπεινότητα του καλλιτέχνη, λόγια που φανερώνουν ένα τρομερό κοινωνικό θυμό.
Πριν μερικές δεκαετίες ιερά τέρατα της ελληνικής μουσικής συνέθεταν μουσικές και χάραζαν στιχάκια που ζουν και βασιλεύουν μέχρι σήμερα και θα συνεχίσουν για πολύ ακόμα. Μελωδίες που από την πρώτη νότα αναγνωρίζεις το τραγούδι, το ύφος και σε πάνε ταξίδια μακρινά. Μια πενιά του εμπειροτέχνη Μάρκου αρκούσε.
Στίχοι που με ευγένεια, απλότητα και γλαφυρότητα, προσέγγιζαν και περιέγραφαν την κατάσταση της εποχή, τις κοινωνικές συνθήκες, τις ανθρώπινες σχέσεις. Φτώχεια και πείνα ναι, αλλά με τόνο ελπίδας και αισιοδοξίας, «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» λέει ο στίχος για την προσφυγική Δραπετσώνα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο πόνος της ξενιτειάς είχε αποτυπωθεί πολλές φορές «το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό». Ακόμα, τραγούδια πολιτικά, για την χούντα, πόσο έντεχνα αποτύπωναν τις συνθήκες και με πόσο σεβασμό στη στιγμή και τον ακροατή, «Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν». Η πλειοψηφία βεβαίως εξυμνεί το υπέρτατο συναίσθημα, την αγάπη. Τον θαυμασμό για το άλλο φύλο, την αγωνία της συνάντησης, τον πόνο της αρνητικής εξέλιξης ή την ευτυχία της θετικής, «τα ματόκλαδά σου λάμπουν σα τα λούλουδα του κάμπου».
Στην πλειοψηφία τους εξελίχθηκαν με έναν “νευρωτικό” τρόπο, κυρίως τις δεκαετίες του 90’ και του 2000 όπου οι δημιουργίες απλουστεύθηκαν μεν εμπλουτίστηκαν δε με νέους ήχους, οι στίχοι όμως επικεντρώθηκαν στην “καψούρα”, τον πόνο, το ανεκπλήρωτο, τη μοναξιά, το τσιγάρο, το ποτό, το ξενύχτι, την αγωνία, το δάκρυ. Να σημειωθεί, μιας εποχής με έκρηξη της τεχνολογίας και των επιστημών, μιας εποχής ανάπτυξης της χώρας, μιας εποχής ισχνών αγελάδων και…επιδοτήσεων.
Σήμερα, βιώνοντας επί μια δεκαετία τη βαθιά και επίπονη κοινωνικοοικονομική κρίση, οι νέοι δημιουργοί εκφράζουν με τη μουσική και το στίχο τους τον κοινωνικό θυμό που αγγίζει τα όρια του μίσους. Κατά το παρελθόν υπήρχαν τα χαρακτηρισμένα ως “απαγορευμένα”, τα “χασικλίδικα”, τα “μαστουριόρικα”, τα “αλάνικα” που εξέφραζαν ένα “περιθωριακό” κομμάτι της εποχής, την “αλητεία”, όμως ουδεμία σχέση υπάρχει στο επίπεδο της μουσικής και στο στίχος τους. Διαφορά που εκτιμώ δεν οφείλεται μόνον στην άλλη εποχή αλλά και στην πραγματικά σημαντική αλλαγή (προς το χειρότερο) της παιδείας, των κοινωνικών αξιών και των σχέσεων στην ελληνική κοινωνία σήμερα.
Ο ήχος, ένα επαναλαμβανόμενο και μονότονο «ντουπ-ντουπ» που πολτοποιεί τον εγκέφαλο και αποστειρώνει τη φαντασία προσφέροντας ένταση και νευρικότητα. Καμία αρμονία, καμία μελωδία, καμία ενορχήστρωση, καμία μουσική επιστημονικότητα, πρωτοτυπία, δημιουργία, ευγένεια.
Ο στίχος, περιγραφικός για καταστάσεις που δεν έχουν χώρο σε καμία κοινωνία. Στίχοι που μιλάνε ανοιχτά κι απροκάλυπτα για την παρανομία, το παραεμπόριο, το δουλεμπόριο, το μαύρο πλούτο, στίχοι που θεοποιούν το χρήμα, στίχοι που μιλάνε για ναρκωτικά, αλητεία, όπλα, βία, στίχοι που ευτελίζουν τη σεξουαλική πράξη, στίχοι που υποβαθμίζουν και εξευτελίζουν τη γυναίκα. Λέξεις που επαναλαμβάνονται κι επαναλαμβάνονται κι επαναλαμβάνονται. Μια λεξιλογική πενία, μια παντελής έλλειψη στιχουργικής, μια ανάγνωση κειμένων οργής, μια φαντασιόπληκτη περιγραφή υποκειμενικών καταστάσεων με στόχο την πρόκληση φόβου και σεβασμού στο πρόσωπό “ομιλητή”. Μια μεγαλομανία, ένας προβαλλόμενος νεοπλουτισμός που βεβαίως απογειώνονται από τη συνοδεία πλέον των επονομαζόμενων video clips.
Δεν θα αναπαραγάγω στίχους καθώς τους κρίνω ακατάλληλους. Άλλωστε κυκλοφορούν ελεύθεροι παντού. Όλα αυτά δεν αναφέρονται στο παρόν άρθρο επειδή προσβάλουν την αισθητική μου ή δεν είναι του γούστου μου ή της ακουστικής μου. Η μουσική κι ο στίχος που γίνεται αποδεκτός από τη μάζα και δη τη νεολαία σημαίνει ότι κάτι δίνει και βρίσκει πρόσφορο έδαφος να ριζώσει και να αναπτυχθεί. Μια ανάπηρη μουσική κι ένας στίχος που αντιπροσωπεύει τον κοινωνικό θυμό όταν παρατηρείται ότι γίνονται αποδεκτά κι αγγίζουν για πολύ ή λίγο το μέλλον μιας χώρας, οφείλει να προβληματίσει τουλάχιστον και να κινητοποιήσει! Εκτιμώ πως οι κοινωνικές επιστήμες θα μπορούσαν να αντλήσουν πολλά χρήσιμα στοιχεία και συμπεράσματα από έρευνες που θα ανέλυαν τέτοιες πληροφορίες.
Μια κοινωνία που αλλάζει, μια κοινωνία που πέρασε, περνάει κι έχει ακόμα να περάσει πολλά εξ’ αιτίας της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, λαμβάνει ένα τόσο ξεκάθαρο μήνυμα από τους νέους δημιουργούς/πομπούς αλλά και από τους νέους/δέκτες. Μια νεολαία πολύ θυμωμένη. Πομποί και δέκτες είναι εκείνοι που έτρωγαν από τα συσσίτια και τα σχολικά γεύματα. Είναι εκείνοι που έμειναν χωρίς σπίτι, που είδαν μαμά, μπαμπά, αδέρφια και συγγενείς να χάνουν τις δουλειές τους, τον παππού και τη γιαγιά να στεναχωριέται για τη σύνταξη που έχει κοπεί, είναι η νεολαία που είδε και βίωσε αυτοκτονίες φίλων, γνωστών και συγγενών, είναι εκείνοι που έμειναν άνεργοι, εκείνοι που στερήθηκαν. Αυτή την κοινωνία φωτογραφίζει αυτό το νέο παρακλάδι της μουσικής μας, αυτό το μουσικό τερατούργημα.

Δεπάστας Χαράλαμπος

Κοινωνικός Λειτουργός
MSc "Επαγγελματικής και Περιβαλλοντικής Υγείας - 
Διαχείρισης και Οικονομικής Αποτίμησης"
Επικοινωνία: anisihesmeres@gmail.com
Blog: 
http://depastascharalampos.blogspot.gr/
Like us on Facebook:
Ανήσυχες Μέρες (Page)
Follow us on Twitter: Depastas Charalampos
@Ch_Depastas


Σχόλια