Είμαι 32 και μένω με τη μαμά και το μπαμπά μου

 


Συχνά τίτλοι άρθρων, αριθμοί, έρευνες θα μου τραβήξουν την προσοχή και θα μου γεννήσουν την επιθυμία να ψάξω λίγο παραπάνω και να προβληματιστώ. “Τα 2/3 των τριαντάρηδων μένει με τους γονείς τους”, διάβασα πρόσφατα. Δεν είναι κάτι άγνωστο, δε το άκουσα για πρώτη φορά. Πολλοί φίλοι, πολλοί γνωστοί μου, η πλειοψηφία τώρα που το σκέφτομαι, υπό συνθήκες κι εγώ ο ίδιος ακόμα, ανήκουμε σε αυτή την ομάδα. Σύμφωνα με τη Eurostat λοιπόν, σχεδόν το 70% των ελληνόπουλων που βρίσκονται στην πιο δυναμική και παραγωγική ηλικία (18-35 ετών) συνεχίζει να μένει υπό τη γονική θαλπωρή και προστασία. Συνεχίζει να μένει “το παιδί”, για τους γονείς θα είναι πάντα “το παιδί”. Μένει οπότε παιδί ή ίσως για να το πω πιο καλά, δε γίνεται ώριμος ενήλικας. Τι συνέπειες έχει αυτό; Γιατί συμβαίνει αυτό; Θα επιχειρήσω να εισχωρήσω στο μυαλό αυτής της γενιάς, της γενιάς μου, παραθέτοντας πληροφορίες, μαρτυρίες, συζητήσεις, σκέψεις και προβληματισμούς της. Ας τις ακούσουμε, ας τις διαβάσουμε μέσω ενός φανταστικού – μπορεί και όχι -μονολόγου:

«Η οικονομική κρίση με έπιασε πάνω στην καλύτερη ηλικία. Εκεί, όταν αναζητούσα εργασία. Για την κοινωνία μας και για εμάς τους ίδιους, το να εργάζεσαι είναι πολύ σημαντικό και παίζει ρόλο σε πολλούς τομείς. Είναι η ανταμοιβή των κόπων σου, είναι η επιβράβευσή σου, είναι το μεγάλωμά σου, είναι η κοπή του λώρου που σε ενώνει με τους δικούς σου που σε χρηματοδοτούν, είναι δύναμη, είναι αυτοπεποίθηση, είναι η βάση για το παρακάτω. Σπούδασα, έχω πτυχίο, πτυχία για την ακρίβεια. Στην οικονομική κρίση διαλύθηκαν όλα. Απολύσεις, μειώσεις μισθών, απληρωσιές, παραιτήσεις, επισχέσεις, εθελούσιες έξοδοι, μετανάστευση, κοινωνική κρίση, μία νέα βίαιη πραγματικότητα. Εκεί που έδιωχναν τον ένα μετά τον άλλο, ποιος θα με έπαιρνε εμένα; Πολύ τρέξιμο κι ο ανταγωνισμός μεγάλος. Έμεινα άνεργος για μήνες. Πάλευα μέσα μου να σκοτώσω τα όνειρα που έκανα για αυτή την ηλικία, τους κόπους μου. Η νέα πραγματικότητα με ανάγκαζε να σκοτώσω την φυσιολογικότητα, την κανονικότητα και με βία μου ζητούσε να προσαρμοστώ σε κάτι νέο. Μέχρι να γίνει αυτό, ευτυχώς οι γονείς μου ήταν δίπλα μου, σε κάποιους άλλους δεν ήταν όμως. Ευτυχώς τους δικούς μου γονείς δε τους έπληξε η οικονομική κρίση, ξέρω φίλους όμως που πέρασαν πολύ δύσκολα. Συνέχιζα λοιπόν να κοιμάμαι στο παιδικό μου κρεβάτι και να τρώω το φαΐ της μαμάς, να μου δίνει χρήματα ο πατέρας μου για να βγω με την Καίτη, την κοπέλα που ήμουν τότε. Η ψυχολογία μου άρχισε να επηρεάζεται. Κάποιοι φίλοι μου ήταν τυχεροί. Είχαν δουλειά, κάποιοι είχαν και δικά τους σπίτια κι έμεναν μόνοι κι εγώ ένοιωθα περίεργα, ένιωθα το μίασμα. Ξέρεις, κανείς δε θα καταλάβει αυτό που ζεις κι αυτό που νιώθεις, όσο φίλος και να ναι. Κι αν είναι σε καλύτερη φάση από σένα τότε θα δεις κι άλλα πράγματα, ίσως και τι είναι φιλία. Έστω κι έτσι, έπρεπε από κάπου να ξεκινήσω, έπρεπε να σκοτώσω όσα ονειρευόμουν και να κάνω μία αρχή όσο δύσκολο και να ήταν. Αρχικά μοίραζα φυλλάδια. 10 ευρώ τη μέρα κι όχι κάθε μέρα, ήταν μία αρχή. Μάζεψα κάποια χρήματα και με τη βοήθεια της γιαγιάς πήρα ένα παπάκι κι άρχισα να δουλεύω delivery σε μία συνοικιακή καφετέρια της γειτονιάς, προφανώς δε μου άρεσε. Άρχισα να μαζεύω κάποια χρήματα παραπάνω, όχι πολλά όμως. Στην καλύτερη έφτανα τα 600-700 ευρώ δουλεύοντας και οκτώ και δέκα ώρες συχνά, προφανώς με λιγότερα ή και καθόλου ένσημα. Οι εργοδότες τους νέους της εποχής τους εκμεταλλεύονται με πάσα τρόπο, έχουν τη δύναμη και τις πλάτες των κυβερνήσεων και το κάνουν. Δούλεψα έτσι για περίπου τρία χρόνια, μέχρι περίπου τα 27. Κι εννοείται ήμουν ακόμα “το παιδί” καθώς συνέχιζα να μένω στο πατρικό μου, πώς αλλιώς; Με τα χρήματα που έβγαζα και τις ώρες που δούλευα δε γινόταν αλλιώς. Βάλτε τα κάτω. Μιλάγαμε με την κοπέλα μου για να μείνουμε μαζί όμως δε τα πηγαίναμε καλά τελευταία κι η απόφαση αυτή πήγαινε πίσω. Λίγους μήνες μετά χωρίσαμε. Δε στεναχωρήθηκα πολύ, έπρεπε. Έπρεπε γιατί δεν ήμασταν καλά. Είχαμε λίγο χρόνο μαζί κι εκείνη δούλευε πολλές ώρες και ήθελε να σπουδάσει και κάτι άλλο, άρχισε να πηγαίνει σε μία ιδιωτική σχολή γιατί κι εκείνη από το πτυχίο της δε βρήκε κάτι. Και τώρα μόνος, οι συνθήκες δε με βοηθάνε να ερωτευτώ, νιώθω ότι δε μπορώ να ερωτευτώ. Ένα ατύχημα με το παπί, λίγο η εκμετάλλευση του αφεντικού με έκαναν να ψάχνομαι για άλλη δουλειά. Ένας θείος μου πρότεινε να πάω να δουλέψω σε μία εταιρία προς τα βόρεια. Καλό ακουγόταν και ίσως έβρισκα τρόπο να εκμεταλλευτώ και το πτυχίο μου μελλοντικά, μικρομεσαία εταιρία, γνωστού του. Η οικονομική κρίση έφερε νέα εργασιακά δεδομένα όμως. 558 καθαρά – 650 μικτά και βλέπουμε. Τουλάχιστον θα είχα ασφάλιση. Ωστόσο υπήρχε αστάθεια στις πληρωμές. Μεγάλη αστάθεια μέχρι και για μήνες. Κι έτσι και πάλι θα έμενα “το παιδί” αφού πέραν του μικρού μισθού πλέον δε πληρωνόμουν και σταθερά. Μετά από περίπου 3 χρόνια εκεί, συνεχίζω να ψάχνω δουλειά. Έφτασα ήδη τα 30, απολύθηκα καθώς η εταιρία έκλεισε από χρέη και εγώ παραμένω ακόμα “το παιδί” να με ταΐζει και να με ποτίζει η μάνα μου κι ο πατέρας μου. Ντρέπομαι αλλά τι μπορώ να κάνω; Να φύγω κι εγώ έξω; Με ψίχουλα στο λογαριασμό μου συνεχίζω να ψάχνω δουλειά μέσα σε μία πρωτόγνωρη οικονομική κρίση. Μένω άνεργος για μήνες με την ψυχολογία μου στα πατώματα. Πρέπει να χω κάνει πάνω από 30 αιτήσεις για θέσεις εργασίας, πρέπει να χω στείλει πάνω από 300 βιογραφικά και περιμένω. Το καλοκαίρι πήγα και δούλεψα στην επιχείρηση ενός φίλου στο νησί του, κάτι έκανα εκεί, μαύρα όλα εννοείται. Γυρίζω πίσω και πάλι αναζήτηση εργασίας. Αναμονή, αναμονή, αναμονή. Βρίσκω κάτι να απασχοληθώ για λίγο, μαύρα και εδώ. Όμως τα χρήματα είναι λίγα. Και κάπου εκεί σκάει και η πανδημία. Κλείνουν όλα και μοιραία μένω άνεργος και με μηδέν εισόδημα αφού δε δικαιούμουν την κρατική ενίσχυση. Μα είμαι 32, πάω στα 33 και συνεχίζω να μένω στο παιδικό μου δωμάτιο και ντρέπομαι για αυτό. Ντρέπομαι να το συζητάω με φίλους, ντρέπομαι να το λέω στα κορίτσια, ντρέπομαι που το σκέφτομαι; Τι άλλο να έκανα, που φταίω; Όλα αυτά τα χρόνια πληρωνόμουν max με 800 ευρώ κι έφτυνα αίμα και για αυτά. Οι γονείς μου ήταν μεροκαματιάρηδες και δε μας προίκισαν εμένα και τον αδελφό μου. Τα ενοίκια για κάτι εποίκως μέτριο ήταν γύρω στα 300-350, δε συζητάω για πιο καλό σπίτι ή καλύτερη περιοχή. Πώς θα κατάφερνα να περάσω το μήνα μου με 400-450 ευρώ που θα μου έμεναν, να φάω, να πληρώσω λογαριασμούς, να μετακινηθώ, να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου; Πώς θα τα έκανα όλα αυτά την περίοδο που δεν ήξερα πότε θα πληρωθώ από την εταιρία; Πως θα τα κάνω τώρα που είμαι άνεργος, εν μέσω πανδημίας, εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει, ίσως ίσα-ίσα που ενισχύθηκε κιόλας; Πως θα κάνω οικογένεια, παιδί, πως θα πάρω αυτοκίνητο και γενικότερα ΠΩΣ; Ή μήπως θα υποχρεώσω τους γονείς μου να μου πληρώνουν τα ενοίκια μου, να με ζουν με τη γυναίκα μου ή να μεγαλώσουν το παιδί μου; Έχω σταματήσει να τα λέω γιατί οι βολεμένοι σε κοιτούν με βλέμμα κενό, σε κατηγορούν, σε σχολιάζουν, όλοι έχουν να πουν κάτι, σε χτυπούν στην πλάτη και οι κυβερνήσεις δε νοιάζονται, φαίνεται ξεκάθαρα. Είμαι 32 και μένω με τη μάνα μου και τον πατέρα μου, μου δίνει χαρτζιλίκι ο μπαμπάς κι η γιαγιά, κοιμάμαι στο παιδικό μου κρεβάτι, έχει τύχει να ζητήσω από κοπέλα κι από φίλο να μου πληρώσουν καφέ, δε θα πάω διακοπές και δεν έχω δουλειά».

Δεπάστας Χαράλαμπος

Κοινωνικός Λειτουργός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Κοινωνικής Εργασίας

Επικοινωνία: anisihesmeres@gmail.com
Blog: 
http://depastascharalampos.blogspot.gr/
Like us on Facebook:
Ανήσυχες Μέρες (Page)
Follow us on Twitter: Depastas Charalampos
@Ch_Depastas

Σχόλια